- καθεῖτο
- καθεῖτοκαθίημιlet fall: aor ind mid 3rd sgκαθίημιlet fall: plup ind mp 3rd sgκαταέννυμιclothe: plup ind pass 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καθεῖτο — καθίημι let fall aor ind mid 3rd sg καθίημι let fall plup ind mp 3rd sg καταέννυμι clothe plup ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίημι — καθίημι, ιων. τ. κατίημι (Α) 1. ρίχνω προς τα κάτω, αφήνω να πέσει («ἃ γὰρ καθήσειν ὅπλ ἔμελλεν ἐς ἅλα», Ευρ.) 2. αφήνω κάτι να κρέμεται, να πέφτει («καὶ πρῶτον μὲν καθῆσαν εἰς ὤμους κόμας» άφησαν τα μαλλιά τους να πέσουν στους ώμους, Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek